- νιτροκυτταρίνη
- Ουσία που προκύπτει από την επεξεργασία της κυτταρίνης (ακατέργαστο βαμβάκι ή πολτός ξύλου) με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Οι διάφοροι τύποι ν. έχουν το χαρακτήρα του αρχικού υλικού και διαφέρουν μεταξύ τους σε περιεκτικότητα αζώτου, η οποία εξαρτάται από τη διαφορετική συγκέντρωση και αναλογία των οξέων και από τη διαφορετική θερμοκρασία και διάρκεια της νίτρωσης. Η ν. παρασκευάστηκε για πρώτη φορά κατά τα μέσα του 19ου αι., είναι ένωση ασταθής που διασπάται εύκολα και αναφλέγεται με την επίδραση της θερμότητας και δια κρούσης: για να αποτραπεί αυτή η επικίνδυνη τάση, η ν. υφίσταται επεξεργασία με ουσίες, όπως π.χ. η διφαινυλαμίνη, που αυξάνει τη σταθερότητα και συνεπώς τη διατήρησή της.
Το ποσοστό του αζώτου κυμαίνεται γενικά μεταξύ 10,5 και 14%: στην τιμή 12,5 - 13,5% αντιστοιχεί ο νιτροβάμβακας, ισχυρό εκρηκτικό, πολύ ευαίσθητο στην κρούση, με το οποίο παρασκευάζονται μερικές άκαπνες πυρίτιδες (κορδίτης, σολενίτης) - στην τιμή περίπου 10,5 -12% αντιστοιχεί ο κολλωδιοβάμβακας, υλικό πολύ λιγότερο εκρηκτικό. Η ν. χαμηλής περιεκτικότητας σε άζωτο έχει βιομηχανικές εφαρμογές στα βερνικοειδή προϊόντα, στα συγκολλητικά, στα πλαστικά υλικά και στις κινηματογραφικές ταινίες.
* * *ηχημ. κοινή ονομασία τής εξαιρετικά εύφλεκτης χημικής ένωσης νιτρική κυτταρίνη, δηλαδή τού νιτρικού εστέρα τών κυτταρινικών υλικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, αντιδάνειου ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. γαλλ. nitrocellulose < νιτρ(ο)-* + κυτταρίνη].
Dictionary of Greek. 2013.